- ἀχάρνας
- ἀχάρνας, ein Meerfisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχάρνας — ἀχάρνας, ου και ἄχαρνος, ου και ἀχαρνώς, ώ (Α) ονομασία ψαριού, ο ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνεια λ. λόγω του συμπλέγματος ρν το οποίο είναι προελληνικό επίθημα και απαντά σε λέξεις που είναι συνήθως δάνεια (πρβλ. σμύρνα, κόθορνος,… … Dictionary of Greek
Ἀχαρνάς — Ἀχαρνά̱ς , Ἀχαρναί Acharnae fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)